τράγος

τράγος
Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος.
* * *
ο, ΝΜΑ
1. αρσενική αίγα
2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. υβριστική προσωνυμία κληρικού, τραγόπαπας
2. βοτ. μικρό ποώδες φυτό με πεπλατυσμένους βλαστούς
3. φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» — βλ. αποδιοπομπαίος
αρχ.
1. η δυσάρεστη οσμή που αναδίδεται από ιδρωμένες μασχάλες και που μοιάζει με την οσμή τού τράγου
2. η εφηβική ηλικία, κατά την οποία τραχύνεται η φωνή και αναφαίνονται τα άλλα σημεία τής ήβης
3. η μεταβολή τής φωνής που γίνεται κατά την εφηβική ηλικία
4. ροπή, τάση προς τις σαρκικές απολαύσεις, λαγνεία
5. το αρσενικό τού ψαριού μαινίς*
6. είδος μίγματος από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή από κριθάρι
7. (στους Μεσσηνίους) η άγρια συκιά, ερινεός
8. είδος κομήτη
9. είδος σπόγγου με τραχιά υφή
10. το φυτό ίππουρις
11. είδος δυσώδους νάρδου
12. αγκαθωτό φυτό, πιθ. ο σκορπιός
13. μία από τις ζωικές μορφές που συμβολίζουν τις ώρες τής δωδεκαώρου
14. (στη Λυκία) είδος ελαφρού πλοίου («ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι», Πολυδ.)
15. φρ. α) «Κιλίκιοι τράγοι» — χαρακτηρισμός ανδρών με μακριά και πυκνή γενειάδα αλλά και εκείνων που ήταν θρασείς και αγροίκοι (Κωμ. Ανών.)
β) «τράγου ὄζω» και «τράγου πνέω»
(για άνδρες) αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όμοια με αυτήν που αναδίδει ο τράγος (Κωμ. Ανών.)
16. παροιμ. φρ. «τράγος, γένειον... πενθήσης» — τράγε, πρόσεχε μην κάψεις τα γένια σου και έπειτα πενθήσεις γι' αυτά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, σχηματισμένος από το θ. τραγ- τού ρ. τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) και με αρχική σημ. «αυτός που τραγανίζει, που κάνει θόρυβο όταν τρώει», όρος ο οποίος αντικατέστησε την αρχαιότερη λ. κάπρος, η οποία θα ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση τού ζώου αυτού, αφού ανάγεται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «τράγος» (βλ. και λ. κάπρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τράγος — he goat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγος — he goat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγος — ο 1. το αρσενικό γίδι, τραγί. 2. κληρικός. 3. μικρή προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού. 4. είδος πόας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Τράγε — Τράγος he goat masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγε — τράγος he goat masc voc sg τράγω pres imperat act 2nd sg τράγω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τρώγω gnaw aor imperat act 2nd sg τρώγω gnaw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τράγοι — Τράγος he goat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγοι — τράγος he goat masc nom/voc pl τράγοῑ , τράγω pres opt act 3rd sg τράγοῑ , τρώγω gnaw aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τράγοιο — Τράγος he goat masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγοιο — τράγος he goat masc gen sg (epic) τράγω pres opt mp 2nd sg τρώγω gnaw aor opt mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”